- σατινάρω
- (λ. γαλλ.), κάνω κάτι λείο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σατινάρω — Ν (ιδίως σχετικά με χαρτί και ύφασμα) καθιστώ κάτι λείο και στιλπνό υποβάλλοντάς το σε επεξεργασία με σάτινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. satiner (βλ. λ. σατέν)] … Dictionary of Greek
σατινάρισμα — το, Ν [σατινάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σατινάρω, στίλβωση, λείανση … Dictionary of Greek